- ἀργόπρακτος
- ἀργό-πρακτος, ον,A slothful, Paul.Al.N.4.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀργοπράκτους — ἀργόπρακτος slothful masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)